ἀδιακόπως

ἀδιακόπως
ἀδιάκοπος
unbroken
adverbial
ἀδιάκοπος
unbroken
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αγριδιώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Διακρίθηκε στη μάχη της Τραμπάλας. Όπως γράφει ο Γενναίος Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του, o Α. «τον φονευμένον αδελφόν του έβαλεν οχύρωμα, διότι είχε κρημνισθή το οχύρωμα από τα κανόνια των Τούρκων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”